φιλόκαλος

φιλόκαλος
φῐλό-κᾰλος, ον,
A loving the beautiful (both of personal and moral beauty), loving beauty and goodness, Pl.Phdr.248d, Criti.111e, Com.Adesp. Oxy.1239.18, etc.;

τὸ φ. Plu.2.61d

, 1026d.
2 fond of effect and elegance, X.Cyr.1.3.3; φ. περὶ ὅπλα ib.2.1.22;

τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φ. Isoc.1.26

, cf. 10.57; of the peacock, Arist.HA488b24. Adv.,

-λως ἔχειν περί τι J.AJ12.2.1

, cf. Gal.14.218, etc.: [comp] Comp.

-καλώτερον κοπρίσαι

more elaborately,

Gp.5.26.10

.
II fond of honour, seeking honour,

φιλοκαλώτεροι ἐν τοῖς κινδύνοις X.Smp.4.15

, cf. Arist.EN 1125b12, 1179b9.
III κατὰ τὸ φ. πειραθέντα κατανοῆσαι to see by working out the calculation, Iamb. in Nic.p.124 P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλόκαλος — loving the beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… …   Dictionary of Greek

  • φιλόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει το ωραίο, ο φίλος του ωραίου, ο καλαίσθητος: Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν φιλόκαλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοκαλώτερον — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκάλως — φιλόκαλος loving the beautiful adverbial φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκαλον — φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλωτάτη — φιλόκαλος loving the beautiful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλωτέρους — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατε — φιλόκαλος loving the beautiful masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατοι — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατος — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”